- περίξηρος
- περίξηρος, ον,A dry round about,
ἀήρ Thphr.Ign.41
;χώρα Gp.2.13
;σύγκρισις Philum.
ap. Orib.45.29.36; τὸ π. the crust, Arist.GA737a36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀήρ Thphr.Ign.41
;χώρα Gp.2.13
;σύγκρισις Philum.
ap. Orib.45.29.36; τὸ π. the crust, Arist.GA737a36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίξηρος — dry round about masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίξηρος — ον, ΜΑ ξηρός γύρω γύρω, κατάξερος αρχ. το ουδ. ως ουσ. το περίξηρον ο φλοιός … Dictionary of Greek
περίξηρον — περίξηρος dry round about masc/fem acc sg περίξηρος dry round about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξήροιο — περίξηρος dry round about masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξήροις — περίξηρος dry round about masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξήρου — περίξηρος dry round about masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξήρῳ — περίξηρος dry round about masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίξηρα — περίξηρος dry round about neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek